-
1 κατα-κοινωνέω
κατα-κοινωνέω, dasselbe; οἱ ἀποδόμενοι καὶ κατακοινωνήσαντες (v. l. κατακοινώσαντες) τὰ τῆς πόλεως, von den Verräthern, die dem Philipp Mittheilungen machten, Aesch. 3, 66; vgl. Dem. 32, 25 κατακοινωνήσας τούτοις τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιῆσαι μερίτας; Sp.
-
2 κατακοινωνέω
κατα-κοινωνέω, gemeinschaftlich machen, mitteilen; οἱ ἀποδόμενοι καὶ κατακοινωνήσαντες τὰ τῆς πόλεως, von den Verrätern, die dem Philipp Mitteilungen machten